προσαρμόζω
Προφορά
Ετυμολογία
προσαρμόζω αρχαία ελληνική προσαρμόζω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ προσαρμόζω
✦ εφαρμόζω, συνταιριάζω
✦ (μτφ. ) συμμορφώνω
✦ (μέσ.) προσαρμόζομαι, συμμορφώνομαι, συνηθίζω σε κάτι, εξοικειώνομαι
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–