προσαρμογή
Προφορά
Ετυμολογία
προσαρμογή μεταγενέστερη ελληνική προσαρμογή
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η προσαρμογή
✦ η πράξη και το αποτέλεσμα του προσαρμόζω, η ακριβής τοποθέτηση αντικειμένου πάνω σε άλλο, η εφαρμογή
✦ (μτφ. ) συμμόρφωση
✦ (βιολ.) η τροποποιητική επίδραση εξωτερικών παραγόντων στη συμπεριφορά ή τη δομή έμβιων όντων (ζώων ή φυτών)
✦ (οφθαλμ.) η ικανότητα του ματιού να προσαρμόζεται προς διάφορες αποστάσεις, ώστε να σχηματίζονται στον αμφιβληστροειδή σαφή τα είδωλα των αντικειμένων
Συνώνυμα
προσαρμοστία
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–