προσήλυτος


προσήλυτος
Προφορά

Ετυμολογία
προσήλυτος μεταγενέστερη ελληνική προσήλυτος

Ερμηνεία
επίθετο┘ προσήλυτος -η, -ο

✦ αυτός που έχει προσχωρήσει σε άλλο θρησκευτικό δόγμα
✦ που άλλαξε πολιτικές πεποιθήσεις

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.