προσάρτηση


προσάρτηση
Προφορά

Ετυμολογία
προσάρτηση μεταγενέστερη ελληνική προσάρτησις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η προσάρτηση

✦ η κατάσταση του προσαρτημένου
✦ η υπαγωγή εδαφών ή και χώρας στην κυριαρχία γειτονικού ξένου κράτους, ενσωμάτωση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.