προλετάριος
Προφορά
Ετυμολογία
προλετάριος λατ. proletarius (= ο φτωχός που δίνει στο κράτος μόνο τα παιδιά του)
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο προλετάριος
✦ θηλ. προλετάρισσα στην αρχαία ελληνική Ρώμη, πολίτης άπορος, που δεν μπορούσε να προσφέρει στην πολιτεία παρά μόνο τους γιους του ως στρατιώτες
✦ άτομο που αποζεί μόνο από το μεροκάματό του
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–