προκριματικός
Προφορά
Ετυμολογία
προκριματικός μεταγενέστερη ελληνική πρόκριμα
Ερμηνεία
└επίθετο┘ προκριματικός -ή, -ό
✦ που αναφέρεται ή συντελεί στον σχηματισμό προκαταρκτικής κρίσης: προκριματικός διαγωνισμός
✦ (νομ.) που ρυθμίζει μια κατάσταση με προσωρινή κρίση, προδικαστικός
✦ (αθλητ.) προκριματικός αγώνας, ο τελούμενος για την ανάδειξη των αθλητών των τελικών αγώνων
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–