προκοπή


προκοπή
Προφορά

Ετυμολογία
προκοπή μεταγενέστερη ελληνική προκοπή

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η προκοπή

✦ πρόοδος, καλή επίδοση: με ιδρώτα και αίμα κερδίζεται η προκοπή σταγόνα τη σταγόνα (Διδώ Σωτηρίου)
✦ φιλοπονία, εργατικότητα: χαίρεσαι την προκοπή αυτού του παιδιού
✦ απόδοση, καρποφορία: φέτος, δεν είχαν προκοπή οι ελιές

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.