προκομμένος
Προφορά
Ετυμολογία
προκομμένος μτχ. παθ. πρκμ. του ρήματος προκόβω
Ερμηνεία
προκομμένος
✦ -η, -ο μτχ. ως επίθ. εργατικός, φιλόπονος: προκομμένος νοικοκύρης – προκομμένα παιδιά
✦ (ειρων.) ανεπρόκοπος, αχαΐρευτος: ο προκομμένος της ακόμη να εξοφλήσει το δάνειο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
ανεπρόκοπος, απρόκοφτος
Επιρρήματα
–