προκλητικός
Προφορά
Ετυμολογία
προκλητικός μεταγενέστερη ελληνική προκλητικός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ προκλητικός -ή, -ό
✦ που προκαλεί ή που φέρεται έτσι ώστε να προκαλεί
✦ που περιέχει πρόκληση: προκλητική ενέργεια
✦ (ειδ.) ο διεγερτικός της ερωτικής επιθυμίας: προκλητικό ντύσιμο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
προκλητικά (Κ προκλητικώς)