προκεχωρημένος
Προφορά
Ετυμολογία
προκεχωρημένος μτχ. παθ. πρκμ. του ρήματος προχωρώ
Ερμηνεία
προκεχωρημένος
✦ -η, -ο μτχ. ως επίθ. ο ευρισκόμενος πολύ κοντά σε θεωρούμενο κρίσιμο τόπο (μέτωπο πολέμου, σύνορα κτλ.): ένα… προκεχωρημένο φυλάκιο μέσα στην ανεξερεύνητη περιοχή (Οδ. Ελύτης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–