προκαταρκτικός


προκαταρκτικός
Προφορά

Ετυμολογία
προκαταρκτικός μεταγενέστερη ελληνική προκαταρκτικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ προκαταρκτικός -ή, -ό

✦ προεισαγωγικός, που γίνεται πριν από το κύριο έργο
✦ ο χρήσιμος για προπαρασκευή
✦ πληθ. ουδ. τα προκαταρκτικά ως ουσ., προπαρασκευαστικές ενέργειες

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
προκαταρκτικά (Κ προκαταρκτικώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.