προκατακλυσμιαίος
Προφορά
Ετυμολογία
προκατακλυσμιαίος προ + κατακλυσμός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ προκατακλυσμιαίος -α, -ο
✦ που έγινε πριν από τον κατακλυσμό
✦ παμπάλαιος, πανάρχαιος: αυτά που μου λες ανάγονται σε προκατακλυσμιαία εποχή
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–