προκατάληψη
Προφορά
Ετυμολογία
προκατάληψη αρχαία ελληνική προκατάληψις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η προκατάληψη
✦ γνώμη διαμορφωμένη εκ των προτέρων από επηρεασμό και χωρίς μελέτη του θέματος
✦ κακή διάθεση απέναντι σε ορισμένο πρόσωπο ή ομάδα
✦ ρητορικό σχήμα κατά το οποίο ανασκευάζεται ενδεχόμενη αντίρρηση
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–