προκαθήμενος
Προφορά
Ετυμολογία
προκαθήμενος αρχαία ελληνική προκαθήμενος, αρσ. μτχ. ενεστ. του προκάθημαι
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο προκαθήμενος
✦ ο επικεφαλής της εκκλησίας, ο πρόεδρος εκκλησιαστικής συνόδου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–