προκάρδιος


προκάρδιος
Προφορά

Ετυμολογία
προκάρδιος μεταγενέστερη ελληνική └ουσ┘ προκάρδιον

Ερμηνεία
επίθετο┘ προκάρδιος -α, -ο

✦ αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή εντοπίζεται στην αριστερή πρόσθια επιφάνεια του θώρακα: προκάρδια άλγη
✦ ουδ. προκάρδιο ως ουσ., η μοίρα του θωρακικού τοιχώματος μπροστά από την καρδιά

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.