προικοδότης


προικοδότης
Προφορά

Ετυμολογία
προικοδότης μεταγενέστερη ελληνική προικοδότης

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο προικοδότης

✦ που δίνει προίκα

Συνώνυμα

Αντίθετα
προικολήπτης
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.