προικιό
Προφορά
Ετυμολογία
προικιό μεσαιωνική ελληνική προικιό
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το προικιό
✦ ό,τι περιλαμβάνεται στην προίκα
✦ πληθ. προικιά, τα είδη ρουχισμού, σκεύη, έπιπλα κτλ. που αποτελούν την προίκα: εψές επήραν τα προικιά και σήμερα τη νύφη (δημ. τραγ.)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–