προικίζω


προικίζω
Προφορά

Ετυμολογία
προικίζω μεταγενέστερη ελληνική προικίζω

Ερμηνεία
ρήμα προικίζω

✦ δίνω προίκα, προικοδοτώ
(μτφ. ) κοσμώ: η φύση την προίκισε με πολλή ομορφιά
✦ (μέσ.) προικίζομαι, παίρνω προίκα· (κ. μτφ.): παιδί προικισμένο με πολλά χαρίσματα – προικισμένος μουσικός (ταλαντούχος)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.