προθώρακας
Προφορά
Ετυμολογία
προθώρακας προ + θώραξ
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο προθώρακας
✦ (ζωολ.) η πρόσθια άρθρωση του θώρακα των εντόμων
✦ (στρατ.) σταθερός μεταλλικός δακτύλιος που προστατεύει τον θάλαμο χειρισμών πυροβόλου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–