προθετικός


προθετικός
Προφορά

Ετυμολογία
προθετικός αρχαία ελληνική προθετικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ προθετικός -ή, -ό

✦ ο χρήσιμος σε πρόθεση
✦ που έχει θέση προθέσεως |(ιατρ.) θηλ. προθετική ως ουσ., κλάδος της χειρουργικής που ασχολείται με προθέσεις

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.