προθεσμιακός
Προφορά
Ετυμολογία
προθεσμιακός προθεσμία
Ερμηνεία
└επίθετο┘ προθεσμιακός -ή, -ό
✦ ο αναφερόμενος σε κατάθεση προθεσμίας, δηλ. σε κατάθεση της οποίας το ποσό μπορεί να αναληφθεί μετά την πάροδο του συμφωνημένου χρόνου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–