προθεσμία


προθεσμία
Προφορά

Ετυμολογία
προθεσμία αρχαία ελληνική προθεσμία (ενν. ἡμέρα), └θηλ┘ του επιθέτου προθέσμιος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η προθεσμία

✦ χρονικό διάστημα προβλεπόμενο για τη νομότυπη εκτέλεση πράξεως, την τακτοποίηση υποχρεώσεως κτλ., διορία

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.