προθήκη


προθήκη
Προφορά

Ετυμολογία
προθήκη μεταγενέστερη ελληνική προθήκη

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η προθήκη

✦ χώρος στην είσοδο καταστήματος, όπου τοποθετούνται δείγματα των πωλουμένων εμπορευμάτων, βιτρίνα
✦ ειδικό έπιπλο με γυάλινο σκέπασμα για την έκθεση αντικειμένων: προθήκες μουσείου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.