προθέρμανση
Προφορά
Ετυμολογία
προθέρμανση μεταγενέστερη ελληνική προθέρμανσις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η προθέρμανση
✦ προκαταρκτική θέρμανση νερού, για τροφοδότηση ατμολέβητα ή μηχανής
✦ ελαφρή άσκηση αθλουμένου πριν από την είσοδό του στον αγώνα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–