προηγούμενος
Προφορά
Ετυμολογία
προηγούμενος μτχ. ενεστ. του προηγούμαι
Ερμηνεία
προηγούμενος
✦ -η, -ο μτχ. ως επίθ. (Κ -ένη, -ενον) ο προπορευόμενος
✦ που γίνεται ή συμβαίνει πριν, πρότερος
✦ η προηγούμενη, η προτεραία (ημέρα)
✦ ουδ. το προηγούμενο(ν) ως ουσ., γεγονός προγενέστερο όμοιο με γεγονός που συμβαίνει στο παρόν ή που μπορεί να αποτελέσει παράδειγμα: κακό προηγούμενο
✦ πληθ. τα προηγούμενα ως ουσ., ό,τι ειπώθηκε ή έγινε στο παρελθόν
✦ φρ. έχουν προηγούμενα μεταξύ τους, αφορμές δυσαρέσκειας ή εχθρότητας
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
επόμενος
Επιρρήματα
προηγουμένως