προηγμένος


προηγμένος
Προφορά

Ετυμολογία
προηγμένος μτχ. παθητ. πρκμ. του προάγω

Ερμηνεία
προηγμένος

✦ ο προχωρημένος σε μόρφωση ή ανάπτυξη: άνθρωπος προηγμένος – προηγμένη τεχνολογία

Συνώνυμα

Αντίθετα
καθυστερημένος
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.