προηγιασμένος
Προφορά
Ετυμολογία
προηγιασμένος μτχ. παθ. πρκμ. του ρήματος προαγιάζω
Ερμηνεία
προηγιασμένος
✦ άρτος και οίνος που έχουν καθαγιαστεί σε προηγούμενη θεία λειτουργία
✦ θηλ. Προηγιασμένη ως ουσ. θεία λειτουργία που τελείται κάθε Τετάρτη και Παρασκευή της Μεγάλης Τεσσαρακοστής με αγιασμένα τα τίμια δώρα από προηγούμενη λειτουργία
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–