προεόρτιος
Προφορά
Ετυμολογία
προεόρτιος μεταγενέστερη ελληνική προεόρτιος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ προεόρτιος -α, -ο
✦ που συμβαίνει πριν από τη γιορτή
✦ πληθ. ουδ. τα προεόρτια ως ουσ., εορτασμός κατά την παραμονή γιορτής
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–