προετοιμάζω


προετοιμάζω
Προφορά

Ετυμολογία
προετοιμάζω αρχαία ελληνική προ-ετοιμάζω

Ερμηνεία
ρήμα προετοιμάζω

✦ ετοιμάζω κάτι από τα πριν
✦ προδιαθέτω κάποιον για κάτι: την προετοίμασε για να αντιμετωπίσει με ψυχραιμία το γεγονός

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.