προεστός


προεστός
Προφορά

Ετυμολογία
προεστός αρχαία ελληνική προεστώς, μτχ. του προΐσταμαι

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο προεστός

✦ κοινοτικός άρχοντας επί τουρκοκρατίας, πρόκριτος: όλη η βουλή των προεστών στο μόλο συναγμένη (Αλ. Πάλλης)
✦ (εκκλ.) προσηγορία των επισκόπων ή των ηγουμένων μοναστηριών

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.