προεσκεμμένος


προεσκεμμένος
Προφορά

Ετυμολογία
προεσκεμμένος μτχ. παθ. πρκμ. του ρήματος προσκοπούμαι

Ερμηνεία
προεσκεμμένος

✦ -η, -ον μτχ. ως επίθ. προμελετημένος, σκόπιμος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
προεσκεμμένως

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.