προεξοχή


προεξοχή
Προφορά

Ετυμολογία
προεξοχή προεξέχω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η προεξοχή

✦ ό,τι εξέχει από ένα σώμα σε σχέση με την υπόλοιπη επιφάνεια ή τα παρακείμενά του

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.