προγκίζω


προγκίζω
Προφορά

Ετυμολογία
προγκίζω πρόγκα

Ερμηνεία
προγκίζω

✦ κ. -ώ κ. προγκίζω κ. προγκάρω ρ. (πρόγκ-ιξα κ. -ηξα, -ισμένος) αποδιώχνω με φωνές και θόρυβο
✦ αποδοκιμάζω ή χλευάζω ομαδικά: χαμίνια και λουστράκια ακολουθούσαν… και τσιρίζανε και προγκάρανε σ’ όλους τους τόνους (Γ. Θεοτοκάς)
✦ φέρομαι απότομα σε κάποιον, τον διώχνω με τη στάση μου
✦ (για ζώα) ερεθίζομαι, ξαφνιάζομαι

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.