προγεύομαι
Προφορά
Ετυμολογία
προγεύομαι προ + γεύομαι
Ερμηνεία
└ρήμα┘ προγεύομαι
✦ γεύομαι κάτι, δοκιμάζω κάτι με τη γεύση από πριν, πριν από την ώρα του φαγητού
✦ γευματίζω
✦ (μτφ. ) αποκτώ μιαν πρώτη εμπειρία μιας κατάστασης ή ενέργειας
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–