προγεφύρωμα
Προφορά
Ετυμολογία
προγεφύρωμα προ + γέφυρα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το προγεφύρωμα
✦ σύνολο οχυρωματικών έργων μπροστά από γέφυρα ή σε ειδική θέση, που θα χρησιμοποιηθεί ως βάση εξορμήσεως
✦ (μτφ. ) οτιδήποτε χρησιμοποιείται ως μέσον για την επιτυχία σκοπού ή έργου: η δημαρχία ήταν το προγεφύρωμα για να εκλεγεί στην αρχηγία του κόμματος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–