προγενέστερος
Προφορά
Ετυμολογία
προγενέστερος αρχαία ελληνική προγενέστερος, συγκρ. του επιθέτου προγενής
Ερμηνεία
└επίθετο┘ προγενέστερος -η, -ο
✦ που προϋπήρξε, ο προηγούμενος
✦ πληθ. οι προγενέστεροι, οι πρόγονοι
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
μεταγενέστερος
Επιρρήματα
προγενέστερα (Κ προγενεστέρως)