προβοσκίδα


προβοσκίδα
Προφορά

Ετυμολογία
προβοσκίδα αρχαία ελληνική προβοσκίς

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η προβοσκίδα

✦ σαρκώδης επιμήκυνση της μύτης και του επάνω χείλους σε διάφορα ζώα, που χρησιμεύει για την εύρεση και λήψη τροφής

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.