προβολέας
Προφορά
Ετυμολογία
προβολέας μεταγενέστερη ελληνική προβολεύς
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο προβολέας
✦ συσκευή που εκπέμπει, συγκεντρωτικά, φωτεινές ακτίνες προς ορισμένη διεύθυνση
✦ (κινηματογρ.) όργανο προβολής φωτεινών εικόνων
✦ όργανο με μεγάλη φωτεινή ισχύ στο μπροστινό μέρος οχήματος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–