προβοκατόρισσα Posted on 30 Ιουλίου 2018 by HonoLulu — Leave a reply προβοκατόρισσαΠροφοράhttp://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/mp3/5/προβοκατόρισσα.mp3Ετυμολογίαπροβοκατόρισσα └γαλλ┘ provocateur Ερμηνείαουσιαστικό└αρσενικό┘ ο προβοκατόρισσα ✦ θηλ. προβοκατόρισσα βαλτός που υποκινεί πράξεις βίας για να προκαλέσει αντίποινα Συνώνυμα–Αντίθετα–Επιρρήματα–