προβληματισμένος


προβληματισμένος
Προφορά

Ετυμολογία
προβληματισμένος μτχ. παθ. πρκμ. του προβληματίζομαι

Ερμηνεία
προβληματισμένος

✦ -η, -ο μτχ. ως επίθ. ο με ερωτήματα, ανησυχίες, ιδ. γύρω από πνευματικά ζητήματα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.