προβληματικός


προβληματικός
Προφορά

Ετυμολογία
προβληματικός αρχαία ελληνική προβληματικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ προβληματικός -ή, -ό

✦ όμοιος με πρόβλημα, που δύσκολα μπορεί κανείς να προβλέψει την έκβαση ή εξέλιξή του, αμφίβολος, αβέβαιος
✦ που παρουσιάζει προβλήματα: προβληματικές περιοχές της χώρας
✦ θηλ. προβληματική ως ουσ., σύνολο προβλημάτων, ζητημάτων των οποίων στοιχεία είναι κοινά και αλληλένδετα
✦ τέχνη ή επιστήμη του να θέτεις προβλήματα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
προβληματικά (Κ προβληματικώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.