προβληματίζω
Προφορά
Ετυμολογία
προβληματίζω μεσαιωνική ελληνική προβληματίζομαι
Ερμηνεία
└ρήμα┘ προβληματίζω
✦ δημιουργώ σε κάποιον σκέψεις, ερωτήματα, ανησυχίες
✦ (μέσ.) προβληματίζομαι, λογαριάζω τα υπέρ και τα κατά, καταστρώνω τη λύση προβλήματος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–