προβλήτα


προβλήτα
Προφορά

Ετυμολογία
προβλήτα αρχαία ελληνική προβλής, -ῆτος (ὁ, ἡ)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η προβλήτα

✦ φυσική ή τεχνητή προεκβολή ξηράς που εισχωρεί στη θάλασσα, μόλος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.