προβλέπω


προβλέπω
Προφορά

Ετυμολογία
προβλέπω μεταγενέστερη ελληνική προ-βλέπω

Ερμηνεία
ρήμα προβλέπω

✦ βλέπω κάτι πριν γίνει, προμαντεύω, προαισθάνομαι
✦ προνοώ, φροντίζω έγκαιρα για την αντιμετώπιση ενδεχόμενων μελλοντικών δυσχερειών
✦ προβαίνω σε εκτιμήσεις για την πιθανή εξέλιξη του καιρού: η Μετεωρολογική Υπηρεσία προβλέπει βροχές για το ερχόμενο διήμερο
✦ (νομ.) ορίζω εκ των προτέρων: ο νόμος προβλέπει βαριές ποινές για αδικήματα αυτού του είδους

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.