προβιβασμός
Προφορά
Ετυμολογία
προβιβασμός μεταγενέστερη ελληνική προβιβασμός
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο προβιβασμός
✦ προαγωγή σε ανώτερη θέση ή βαθμό
✦ (για μαθητή) προαγωγή στην αμέσως ανώτερη τάξη
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
υποβιβασμός ,απόρριψη
Επιρρήματα
–