προβιβάσιμος
Προφορά
Ετυμολογία
προβιβάσιμος προβίβασις
Ερμηνεία
└επίθετο┘ προβιβάσιμος -η, -ο
✦ αυτός που μπορεί να προβιβαστεί
✦ εύχρ. κυρίως στη φρ. προβιβάσιμος βαθμός, βαθμός που επιτρέπει στο μαθητή να προαχθεί στην αμέσως επόμενη τάξη
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–