προβιά


προβιά
Προφορά

Ετυμολογία
προβιά μεσαιωνική ελληνική προβέα

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η προβιά

✦ ακατέργαστο δέρμα προβάτου
✦ (γεν.) δέρμα ζώου, τομάρι

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.