προβεβηκώς


προβεβηκώς
Προφορά

Ετυμολογία
προβεβηκώς μτχ. πρκμ. του προβαίνω

Ερμηνεία
προβεβηκώς

✦ -υία, -ός μτχ. ως επίθ. ο προχωρημένης ηλικίας, ο ηλικιωμένος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.