προβαίνω


προβαίνω
Προφορά

Ετυμολογία
προβαίνω αρχαία ελληνική προ-βαίνω

Ερμηνεία
ρήμα προβαίνω

✦ προχωρώ
✦ προφαίνομαι, προβάλλω: και προβαίνει η Μαρία λίγη να πάρει δροσιά (Διον. Σολωμός)
✦ (χρον.) παρέρχομαι
✦ αρχίζω την εκτέλεση ή ενεργώ κάτι: προβαίνω σε επέκταση – σε διάβημα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.