προβάλλω
Προφορά
Ετυμολογία
προβάλλω αρχαία ελληνική προ-βάλλω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ προβάλλω
✦ βάζω μπροστά, απλώνω ή ρίχνω προς τα εμπρός
✦ εμφανίζω, δείχνω με προβολή
✦ (μτφ. ) προτείνω τα αντίθετα, αντιλέγω
✦ (αμτβ.) εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι: εσύ που πρώτη επρόβαλες σαν όνειρο μπροστά μου (Ι. Τυπάλδος)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–